- νευροδιαβιβαστής
- οβιολ. κάθε χημική οργανική ουσία η οποία διαχέεται διά μέσου ενός κενού, δηλ. μιας συνοπτικής σχισμής, από το άκρο τού νευράξονα ενός νευρώνα σε ένα γειτονικό κύτταρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοραδρεναλίνη — η (βιοχ.) ορμόνη που ανήκει στις κατεχολαμίνες και εκκρίνεται από τον φλοιό τών επινεφριδίων, όπου αποτελεί τον πρόδρομο τής αδρεναλίνης, καθώς και από τις απολήξεις τών συμπαθητικών νευρικών ινών, όπου χρησιμεύει ως νευροδιαβιβαστής για την… … Dictionary of Greek
σεροτονίνη — η, Ν (βιοχ.) ιστικός μεταβολίτης τής τρυπτοφάνης, νευροδιαβιβαστής που παίζει ρόλο στην αρτηριακή υπέρταση και στα αναφυλακτικά συμβάματα, με ισχυρή αγγειοσυσταλτική δράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. serotonine < sero (< λατ. serum «ορός») + tonic … Dictionary of Greek
σεροτονινεργικός — ή, ό, Ν (βιολ. βιοχ.) (σχετικά με νευρώνες) αυτός τού οποίου νευροδιαβιβαστής είναι η σεροτονίνη … Dictionary of Greek
γάμμα, αμινοβουτυρικό οξύ — (GABA). Νευροδιαβιβαστής που ελέγχει τη ροή των νευρικών ερεθισμάτων στον εγκέφαλο, παρεμποδίζοντας την έκκριση άλλων νευροδιαβιβαστών όπως είναι η ντοπαμίνη … Dictionary of Greek
Γκρίνγκαρντ, Πολ — (Paul Greengard, Νέα Υόρκη 1925 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Σπούδασε στις ΗΠΑ και στην Αγγλία. Ανακηρύχθηκε καθηγητής στο πανεπιστήμιο Γέιλ και στο πανεπιστήμιο Ροκφέλερ της Νέας Υόρκης. Για το επιστημονικό του έργο, που εστίασε στη… … Dictionary of Greek